- καταθνητός
- καταθνητός, -ή, -όν (Α) [καταθνήσκω]θνητός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταθνητός — mortal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθνητῶν — καταθνητός mortal fem gen pl καταθνητός mortal masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθνητοῖς — καταθνητός mortal masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθνητοῖσι — καταθνητός mortal masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθνητοῖσιν — καταθνητός mortal masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθνητούς — καταθνητός mortal masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθνητῇσι — καταθνητός mortal fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθνητή — καταθνητός mortal fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθνητῷ — καταθνητός mortal masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)